- κυβερνήτης
- οαυτός που κυβερνάει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυβερνήτης — steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην … Dictionary of Greek
κυβερνῆτα — κυβερνήτης steersman masc voc sg κυβερνήτης steersman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραμεσβάρα — Κυβερνήτης της Μαλάκας (1402 ή 1403 24). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ήταν πρίγκιπας από τη Σουμάτρα ή την Ιάβα και παντρεύτηκε μια πριγκίπισα του Μαντζαπαχίτ. Περίπου στα 1400 εμφανίστηκε στο Τουμασέκ (Σιγκαπούρη), όπου δολοφόνησε τον τοπικό… … Dictionary of Greek
κυβερνητῶν — κυβερνήτης steersman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήταιν — κυβερνήτης steersman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήταις — κυβερνήτης steersman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτου — κυβερνήτης steersman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτῃ — κυβερνήτης steersman masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτῃσι — κυβερνήτης steersman masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)